ζυγισμένος

ζυγισμένος
cadencé

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιστός — ή, ό (Μ καμπανιστός, ή, όν) [καμπανίζω] νεοελλ. (για ήχους) εύηχος, ηχηρός, κουδουνιστός («γέλια καμπανιστά») μσν. ζυγισμένος …   Dictionary of Greek

  • στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζομαι — ζυγίζομαι, ζυγίστηκα, ζυγισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζυγίζω — ζύγισα, ζυγίστηκα, ζυγισμένος 1. βρίσκω το βάρος κάποιου σώματος με τη ζυγαριά. 2. μτφ., υπολογίζω από πριν τις συνέπειες των λόγων μου ή των πράξεών μου: Ζυγίζει κάθε λέξη που θα πει. 3. ευθυγραμμίζω: Ζυγίζω το νήμα της στάθμης. 4. τοποθετώ σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”